Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Tennessee Williams, "Μίλα μου σαν τη βροχή... κι άφησέ με ν'ακούω"



Tennessee Williams, "Μίλα μου σαν τη βροχή... κι άφησέ με ν'ακούω"        

μετάφραση Γιάννη Φαρμακίδη

Τα πρόσωπα
ΑΝΤΡΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΑ
ΦΩΝΗ ΠΑΙΔΙΟΥ
(εκτός σκηνής)


ΣΚΗΝΙΚΟ: Ένα επιπλωμένο δωμάτιο δυτικά της Ογδόης Λεωφόρου στη μέση του Μανχάτταν. Σ’ ένα ράντζο είναι ξαπλωμένος ο Άντρας με ξεσκισμένα εσώρουχα , με βαριά ανάσα και ρεψίματα, προσπαθεί να συνέλθει από τον ύπνο που έκανε μετά από γερό μεθύσι. Η Γυναίκα κάθεται σε μιά καρέκλα, δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου, έξω το θαμπό φως ενός συννεφιασμένου ουρανού έτοιμου για βροχή η οποία όμως δεν έχει αρχίσει ακόμη. Η Γυναίκα κρατά ένα ποτήρι νερό που το πίνει με μικρές γρήγορες γουλιές σαν πουλί. Και οι δυό τους έχουν νεανικά, αλλά βασανισμένα πρόσωπα, σαν τα πρόσωπα των παιδιών σε χώρα που λιμοκτονεί. Στα λόγια τους υπάρχει ένα είδος ευγένειας, ένα είδος τρυφερής τυπικότητας, σαν δυό μοναχικά παιδιά που θέλουν να γίνουν φίλοι. Κι όμως οι δυό τους δίνουν την εντύπωση πως ζουν εδώ και πολύ καιρό σε μια στενή σχέση κι ό,τι συμβαίνει τώρα έχει ξανασυμβεί τόσες πολλές φορές που κανένας τους δεν έχει πια τη διάθεση ούτε να μαλώσει, ούτε να μετανοιώσει. Απλά δέχονται τη σχέση τους σαν κάτι που είναι αδύνατον να αποφύγουν.


ΑΝΤΡΑΣ (βραχνά) Τι ώρα είναι; (Η Γυναίκα μουρμουρίζει κάτι, αλλά δεν ακούγεται καθαρά) Τι είπες, γλύκα μου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Κυριακή.
ΑΝΤΡΑΣ Ότι είναι Κυριακή το ξέρω. Αλλά εσύ το ρολόϊ δεν το κουρδίζεις ποτέ.


(Η Γυναίκα απλώνει το χέρι της που ξεπροβάλλει γυμνό και αδύνατο απ’ το μανίκι της ροζ ρόμπας της και παίρνει το ποτήρι που μοιάζει να την παρασέρνει με το βάρος του. Ο Άντρας την παρακολουθεί σοβαρά και τρυφερά μαζί από το κρεβάτι καθώς αυτή πίνει νερό. Μιά αχνή μουσική αρχίζει, διστακτικά, επαναλαμβάνοντας μια μουσική φράση αρκετές φορές, σαν κάποιος στο διπλανό δωμάτιο να προσπαθεί να θυμηθεί ένα τραγούδι παίζοντάς το με μαντολίνο. Μερικές φορές ακούγεται τραγούδισμα στα ισπανικά. Το τραγούδι ίσως είναι η Εστρελίτα.)
(Αρχίζει να βρέχει. Σταματάει και ξαναρχινάει σ’ όλη τη διάρκεια του έργου. Ένα σμήνος περιστέρια περνούν έξω από τα παράθυρο κι ακούγεται απ’ έξω η φωνή ενός παιδιού που τραγουδά)

ΦΩΝΗ ΠΑΙΔΙΟΥ Φύγε, φύγε βροχή!
Έλα πάλι άλλη μέρα!
(Ένα άλλο παιδί, κάπου πιο μακριά, επαναλαμβάνει τα λόγια του τραγουδιού κοροϊδευτικά)
ΑΝΤΡΑΣ Δεν θυμάμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας. (Η Γυναίκα σκύβει σαν να την παρασέρνει το βάρος του ποτηριού. Το ακουμπά κάπως απότομα στο περβάζι του παράθυρου κι ο ήχος του ποτηριού φαίνεται να την ξαφνιάζει. Της ξεφεύγει ένα σύντομο γέλιο. Ο Άντρας συνεχίζει χωρίς πολλές ελπίδες.) Ελπίζω να μην το έχω πάρει. Τα ρούχα μου που είναι; Κύττα στα ρούχα μου να δεις αν έχω την επιταγή.
ΓΥΝΑΙΚΑ Γύρισες όση ώρα εγώ είχα βγει έξω να ψάξω για σένα και πήρες την επιταγή κι άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τι έγραφε.
ΑΝΤΡΑΣ Τίποτα δεν μπόρεσες να καταλάβεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μόνον έναν αριθμό τηλεφώνου κατάλαβα. Πήρα τηλέφωνο, αλλά γίνονταν τόσος θόρυβος που δεν μπορούσα ν’ ακούσω τίποτα.
ΑΝΤΡΑΣ Που γίνονταν θόρυβος; Εδώ;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, εκεί.
ΑΝΤΡΑΣ Που εκεί;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ξέρω. Κάποιος είπε ξαναπάρε κι έκλεισε. Ξαναπήρα, αλλά μετά συνέχεια βούϊζε.
ΑΝΤΡΑΣ Όταν συνήλθα είδα ότι ήμουνα μέσα σε μιά μπανιέρα γεμάτη παγάκια και μπύρες Χάϊ Λάϊφ. Το σώμα μου είχε μελανιάσει. Ανάσαινα δύσκολα μέσα σε κείνη τη μπανιέρα γεμάτη παγάκια. Ήταν κοντά σε ποτάμι, αλλά δεν ξέρω πιο απ’ τα δυό ποτάμια του Μανχάτταν, το Ηστ ή το Χάντσον. Σ’ αυτή τη πόλη οι άνθρωποι κάνουν τρομερά πράγματα, αν κάποιος έχει λιποθυμήσει. Πονάω παντού σαν να με κλώτσησαν από μιά σκάλα κάτω, όχι απλά σαν να έπεσα, αλλά σαν να με κλώτσησαν και έπεσα. Μιά φορά θυμάμαι μου είχαν ξυρίσει το κεφάλι. Μιά άλλη φορά με είχαν βάλει μέσα σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ κι όταν συνήλθα ήμουνα γεμάτος καψίματα και κοψιές. Απαίσιοι άνθρωποι, κάνουν ό,τι θέλουν πάνω σου όταν είσαι λιπόθυμος. Όταν συνήλθα ήμουνα γυμνός σε μιά μπανιέρα γεμάτη παγάκια. Σύρθηκα έξω από το μπάνιο και μπήκα σ’ ένα δωμάτιο και εκείνη τη στιγμή κάποιος έβγαινε από την άλλη πόρτα του δωματίου κι εγώ πήγα κι άνοιξα εκείνη την πόρτα και τότε άκουσα να κλείνει μια πόρτα ασανσέρ και είδα ότι ήμουνα στον διάδρομο κάποιου ξενοδοχείου. Κάπου είχαν αναμένη την τηλεόραση και από κάπου αλλού ακούγονταν μουσική. Στο δωμάτιο είχαν φέρει πολλά τραπεζάκια με ρόδες, απ’ αυτά που σερβίρουν. Τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα φαγητά, χοιρομέρια, γαλοπούλες, σάντουϊτς, όλα αυτά ήταν εκεί από ώρα, είχαν κρυώσει και υπήρχαν κι ένα σωρό μπουκάλια από διάφορα ποτά που δεν είχαν ανοιχτεί και κουβαδάκια με παγάκια που έλυωναν... Ναι, θυμάμαι, κάποιος έκλεισε την πόρτα τη στιγμή που εγώ έμπαινα... (Η Γυναίκα πίνει νερό.) Τη στιγμή που έμπαινα, κάποιος έβγαινε. Άκουσα μιά πόρτα να κλείνει, βγήκα έξω από το δωμάτιο κι έκλεινε η πόρτα του ασανσέρ. (Η Γυναίκα ακουμπά το ποτήρι κάτω.) Σ’ όλο το πάτωμα ήταν πεταμένα ένα σωρό πράγματα... (Η Γυναίκα ξαφνιάζεται ελαφρά καθώς έξω από το ανοικτό παράθυρο περνά ένα σμήνος περιστέρια) Σουτιέν, σλιπάκια, πουκάμισα, γραβάτες, κάλτσες κι άλλα τέτοια....
ΓΥΝΑΙΚΑ (χαμηλόφωνα) Ρούχα πεταμένα.
ΑΝΤΡΑΣ Ναι, κι ένα σωρό άλλα προσωπικά αντικείμενα και τα έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα σαν να είχε γίνει μάχη εκεί μέσα , σαν επιδρομή...
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι λες...
ΑΝΤΡΑΣ Είχαν γίνει πολύ βίαια πράγματα εκεί μέσα...
ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εσύ ήσουνα...
ΑΝΤΡΑΣ Μέσα στην μπανιέρα με τα παγάκια...
ΓΥΝΑΙΚΑ (Η Γυναίκα βγάζει μια συγκρατημένη κραυγή τρόμου.)
ΑΝΤΡΑΣ Και θυμάμαι που πήρα το τηλέφωνο και ρώτησα ποιό ξενοδοχείο ήτανε, αλλά δεν θυμάμαι αν μου το είπανε... Δώσ’ μου λίγο νερό...
(Σηκώνονται κι οι δυό και συναντιούνται στη μέση του δωματίου. Αυτή του δίνει το ποτήρι με μιά σοβαρότητα. Αυτός κάνει μπούκιες με το νερό και πάει στο παράθυρο να το φτύσει. Έπειτα γυρίζει στο μέσον του δωματίου και της δίνει πίσω το ποτήρι. Αυτή πίνει μιά γουλιά. Αυτός ακουμπά τρυφερά τα δάκτυλά του στον λαιμό της.) Τώρα σου είπα την λιτανεία των παθών μου. (Παύση: ακούγεται το μαντολίνο.) Πες μου και συ τι έχεις να μου πεις. Πες μου κάτι απ’ αυτά που υπάρχουν εδώ μέσα... (Τα δάκτυλά του γλιστρούν πάνω στο μέτωπό της και τα μάτια της. Αυτή κλείνει τα μάτια της και σηκώνει το χέρι της σαν να ψάχνει να τον αγγίξει. Αυτός της παίρνει το χέρι, το κυττά προσεκτικά και σφίγγει τα δάκτυλά της πάνω στα χείλια του. Όταν αυτός αφήνει τα δάκτυλά της, αυτή τον αγγίζει μ’ αυτά. Αγγίζει το λεπτό, λείο δέρμα του στήθους του που είναι τόσο λείο όσο κι ενός παιδιού κι έπειτα αγγίζει τα χείλια του. Αυτός σηκώνει τα χέρια του και γλυστρά τα δάκτυλά του στον λαιμό της και στο άνοιγμα της ρόμπας καθώς δυναμώνει ο ήχος του μαντολίνου. Αυτή γέρνει πάνω του, ο λαιμός της ακουμπά πάνω στον ώμο του, αυτός εξακολουθεί να της χαϊδεύει το λαιμό με τις άκρες των δακτύλων του και της λέει-) Είναι τόσος καιρός που ζούμε μαζί, μόνο που ζούμε σαν δυό ξένοι. Ας βρούμε ο ένας τον άλλον κι ίσως να μην ξαναχαθούμε. Μίλα μου. Είμαι χαμένος. Σε σκεφτόμουνα συχνά, αλλά δεν μπορούσα να σου τηλεφωνήσω, γλύκα μου. Όλη την ώρα σε σκεφτόμουνα, αλλά δεν μπορούσα να σου τηλεφωνήσω. Και τι να σου ’λεγα, αν τηλεφωνούσα; Να έλεγα, ότι είμαι χαμένος; Χαμένος μέσα σ’ αυτή την πόλη; Ότι με περνούσαν από χέρι σε χέρι σαν λερωμένη καρτ-ποστάλ; Και μετά να κλείσω το τηλέφωνο; Είμαι χαμένος σ’ αυτή την πόλη....
ΓΥΝΑΙΚΑ Από τότε που έφυγες δεν είχα τίποτ’ άλλο εκτός από νερό. (Λέει αυτά τα λόγια σχεδόν εύθυμα, σαν να κοροϊδεύει αυτά που λέει. Ο Άντρας την σφίγγει πάνω του με μιά μαλακή κραυγή κατάπληξης.) Τίποτ’ άλλο εκτός από στιγμιαίο καφέ, μέχρι που τέλειωσε, και νερό. (Η Γυναίκα γελά δυνατά.)
ΑΝΤΡΑΣ Μπορείς να μου μιλήσεις, αγάπη μου; Ε, μπορείς να μου μιλήσεις, τώρα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ Έλα, μίλα μου σαν την βροχή κι εγώ θα σ’ ακούω, θα καθίσω εδώ και θ’ ακούω... (Ο Άντρας ξαπλώνει στο κρεβάτι μπρούμυτα, το ένα του χέρι κρέμεται κάτω, που και που κτυπά τα δάκτυλά του στο πάτωμα. Το μαντολίνο συνεχίζει.) Είναι τόσος πολύς καιρός που εξαφανιστήκαμε ο ένας από τον άλλον. Πες μου κάτι τώρα. Τι σκεφτόσουνα μόνη, μέσα στη σιωπή; Όταν έμενα με περνούσαν από χέρι σε χέρι σαν λερωμένη καρτ-ποστάλ... Πες κάτι, μίλα μου. Μίλα μου σαν την βροχή κι εγώ θα κάθομαι εδώ και θα σ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ (Η Γυναίκα βγάζει έναν ήχο, σαν να θέλει να μιλήσει, σαν το πρώτο γράμμα μιας λέξης, αλλά δεν συνεχίζει.)
ΑΝΤΡΑΣ Πρέπει να πεις κάτι, είναι ανάγκη. Πρέπει κι εγώ να ξέρω, γι’ αυτό μίλα μου σαν την βροχή κι εγώ θα κάθομαι εδώ και θα σ’ ακούω, εδώ θα ’μαι και...
ΓΥΝΑΙΚΑ Θέλω να φύγω.
ΑΝΤΡΑΣ Θέλεις ;
ΓΥΝΑΙΚΑ Θέλω να φύγω.
ΑΝΤΡΑΣ Πως;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μόνη. (Η Γυναίκα πλησιάζει το παράθυρο.) Θα πάω σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα. Θα δώσω ψεύτικο όνομα.
ΑΝΤΡΑΣ Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Άννα...Τζόουνς... Η καμαριέρα θα είναι κοντή, ηλικιωμένη που θα’ χει έναν εγγονό και θα μιλάει γι’ αυτόν... Εγώ θα κάθομαι στη καρέκλα όση ώρα θα κάνει το κρεβάτι, θ’ αφήνω τα χέρια μου να κρέμονται κάτω κι η φωνή της θα’ ναι ήρεμη και θα μου λέει τι έφαγε ο εγγονός της, ταπιόκα και κρέμα.... (Η Γυναίκα κάθεται δίπλα στο παράθυρο και πίνει μια γουλιά.) Το δωμάτιο θα ’ναι σκιερό, θα’ ναι δροσερό και θα’ ναι γεμάτο από το μουρμουρητό....
ΑΝΤΡΑΣ Της βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Η αγωνία θα τελειώσει.
ΑΝΤΡΑΣ Ναι.
ΓΥΝΑΙΚΑ Ύστερα από λίγο η κοντή, ηλικιωμένη καμαριέρα θα μου πει «Το κρεβάτι σας είναι έτοιμο, δεσποινίς.» Κι εγώ θα πω «Ευχαριστώ, πάρτε ένα δολάριο από την τσάντα μου». Η πόρτα θα κλείσει. Και θα’ μαι πάλι μόνη. Τα παράθυρα θα ’ναι ψηλά με μπλε παντζούρια και θα ’ναι μιά εποχή βροχής, βροχής, βροχής. Η ζωή μου θά’ ναι σαν το δωμάτιο αυτό, ήρεμη, σκιασμένη και ήρεμη και γεμάτη από το μουρμουρητό...
ΑΝΤΡΑΣ Της βροχής...
ΓΥΝΑΙΚΑ Θα παίρνω κάθε βδομάδα με το ταχυδρομείο μιά επιταγή και θα ζω μ’ αυτήν. Η καμαριέρα θα εξαργυρώνει την επιταγή και θα μου φέρνει βιβλία απ’ τη βιβλιοθήκη και θα παίρνει τα ρούχα μου απ’ το πλυντήριο. Θα φορώ πάντοτε καθαρά ρούχα. Θα ντύνομαι στα λευκά. Δεν θα ’μαι ποτέ πολύ δυνατή, δεν θα μου ’χει μείνει πολύ δύναμη, αλλά σε λίγο καιρό θα ’χω αρκετή δύναμη, όση χρειάζεται για να κάνω έναν περίπατο στην προκυμαία χωρίς να κουράζομαι. Θα πηγαίνω τ’ απογεύματα στην προκυμαία. Θα έχω ένα συγκεκριμένο σημείο όπου θα κάθομαι εκεί, λίγο πιο μακριά από το κιόσκι όπου η ορχήστρα θα παίζει κομμάτια του Βίκτωρ Χέρμπερτ καθώς θα βραδυάζει. Θα’ χω ένα μεγάλο δωμάτιο με παντζούρια στα παράθυρα. Θα ’ναι μιά εποχή βροχής, βροχής, βροχής. Και θα ’μαι τόσο εξαντλημένη απ’ τη ζωή που θα έχω ζήσει στη πόλη που δεν θα με πειράζει ν’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό μου θα εξαφανιστούν. Τα μάτια μου δεν θα ’ναι κόκκινα πιά. Δεν θα ’χω φίλους. Ούτε καν γνωστούς θα ’χω. Όταν θα νυστάζω, θα γυρίζω αργά αργά στο μικρό ξενοδοχείο. Ο ρεσεψιονίστας θα μου λέει «Καλησπέρα σας, δεσποινίς Τζόουνς», εγώ θα του χαμογελάω λίγο και θα παίρνω το κλειδί. Δεν θα διαβάζω εφημερίδες, ούτε θα ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω ιδέα τι θα γίνεται στον κόσμο. Δεν θα καταλαβαίνω καθόλου ότι ο χρόνος περνάει. Μια μέρα θα κυττάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου θα έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θα καταλάβω ότι έχω ζήσει σ ’αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ψεύτικο όνομα, χωρίς φίλους ή γνωστούς ή άλλες σχέσεις, για είκοσι πέντε χρόνια. Θα ξαφνιαστώ λίγο, αλλά δεν θα με νοιάξει.. Θα ’μαι χαρούμενη που ο χρόνος θα ’χει περάσει τόσο εύκολα. Πότε πότε θα πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα κάθομαι στις πίσω σειρές, και γύρω θα ’ναι όλο εκείνο το σκοτάδι και οι άλλοι θεατές που δεν θα έχουν ιδέα για μένα. Η οθόνη θα δείχνει ανθρώπους σε ιστορίες φανταστικές. Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα αισθάνομαι πιο κοντά σ’ αυτούς απ’ όσο αισθάνθηκα για ανθρώπους που γνώρισα πριν αποτραβηχτώ απ’ τον κόσμο. Θα ’ναι μιά γλυκιά και ήρεμη φιλία, αυτή με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα ’μαι υποχρεωμένη να τους αγγίζω ή να απαντώ στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλούν και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα με παίρνει ο ύπνος ακούγοντας τις φωνές τους να μου εξηγούν τα μυστήρια. Θα αποκοιμιέμαι με το βιβλίο στα χέρια μου και θα βρέχει. Θα ξυπνώ και θ’ ακούω την βροχή και θα με παίρνει ξανά ο ύπνος. Μιά εποχή βροχής, βροχής, βροχής... Και κάποια μέρα όταν θα κλείσω ένα βιβλίο ή θα ’χω γυρίσει από τον κινηματογράφο στις έντεκα το βράδυ, θα κυττάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου θα ’χουν γίνει άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Άσπρα σαν τον αφρό των κυμάτων. (Η Γυναίκα σηκώνεται και περπατά μέσα στο δωμάτιο καθώς συνεχίζει.) Θ’ αγγίξω με τα χέρια μου όλο μου το σώμα και θα παραξενευτώ πόσο αδύνατο θα ’χει γίνει. Ω Θεέ μου, πόσο αδύνατη θα ’μαι! Σχεδόν διάφανη. Σχεδόν δεν θα ’μαι πραγματική. Και τότε, κάπως αχνά, θα καταλάβω ότι έχω μείνει εδώ, σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, χωρίς κανενός είδους κοινωνικές σχέσεις, ευθύνες, ανησυχίες, ενοχλήσεις για σχεδόν πενήντα χρόνια. Μισόν αιώνα. Δηλαδή μιά ολόκληρη ζωή. Ούτε καν θα θυμάμαι τα ονόματα των ανθρώπων που είχα γνωρίσει πριν έρθω εδώ, ούτε θα ξέρω τι θα πει να περιμένεις κάποιον που μπορεί να ’ρθεί ή μπορεί να μην έρθει... Και τότε θα καταλάβω , κυττώντας τον καθρέφτη, πως ήρθε η στιγμή να βγω άλλη μιά φορά περίπατο στην προκυμαία, αλλά αυτή τη φορά μ’ έναν δυνατό άνεμο να μαστιγώνει το πρόσωπό μου, τον λευκό, καθαρό άνεμο που φυσά από τις άκρες του κόσμου, και πιο μακριά, από τις ψυχρές άκρες του διαστήματος, κι ακόμη πιο μακριά κι απ’ τις άκρες του διαστήματος... (Η Γυναίκα κάθεται πάλι δίπλα στο παράθυρο.) Τότε θα βγω να περπατήσω στην προκυμαία. Θα περπατήσω μόνη και θα γίνομαι ολοένα πιο λεπτή, πιο λεπτή...
ΑΝΤΡΑΣ Γλύκα μου, έλα να καθίσεις εδώ στο κρεβάτι.
ΓΥΝΑΙΚΑ Θα γίνομαι πιο λεπτή, πιο λεπτή, πιο λεπτή, πιο λεπτή, πιο λεπτή. (Ο Άντρας πηγαίνει στην Γυναίκα και την σηκώνει με τα χέρια του από την καρέκλα.) Μέχρι που στο τέλος δεν θα ’χω καν σώμα κι ο άνεμος θα με πάρει με τα ψυχρά, άσπρα χέρια του για πάντα, θα με πάρει μακριά!
ΑΝΤΡΑΣ (Της φιλά τον λαιμό.) Έλα να καθίσουμε στο κρεβάτι.
ΓΥΝΑΙΚΑ Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Ο Άντρας την αφήνει κι αυτή διασχίζει το δωμάτιο κλαίγοντας ασταμάτητα. Κάθεται στο κρεβάτι. Ο Άντρας αναστενάζει και σκύβει από το παράθυρο, πέρα απ’ αυτόν το αχνό φως τ’ ουρανού και η βροχή που ξαναρχίζει πιο δυνατή. Η Γυναίκα τρέμει, αγκαλιάζει το σώμα της. Οι λυγμοί της σταματούν σιγά σιγά, αλλά αναπνέει δύσκολα. Ο άνεμος φυσά με βουητό. Ο Άντρας παραμένει σκυμμένος. Κάποια στιγμή η Γυναίκα του λέει χαμηλόφωνα:) Έλα να καθίσεις στο κρεβάτι. Έλα να καθίσεις στο κρεβάτι, αγάπη μου... (Ο Άντρας γυρίζει προς αυτήν το χαμένο του πρόσωπο καθώς πέφτει η - )

ΑΥΛΑΙΑ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου